συνδαμιοργός

συνδαμιοργός
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνδημιουργός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνδημιουργός — ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α [δημιουργός] 1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.) 2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί (στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”